- ἵκω
- ἵκω [v. sub fin.], chiefly [dialect] Ep., Lyr., and [dialect] Dor., never in Hdt. or Trag. (in A.Supp.176 Pors. restored ἥκετε); cf. ἱκάνω, ἱκνέομαι; [dialect] Dor., Arc. [full] ἵκω IG4.329 ([place name] Corinth), 952.16(Epid.), Schwyzer323C37 (Delph.), IG5(2).3.12 ([place name] Tegea), written εἵκω in Epich.35.13 codd., but ἵκει correctly in Ar.Lys.87; [ per.] 3pl. ἵκαντι,= ἥκουσιν, Hsch. (cf. παρίκω): [tense] impf.A
ἷκον Il.1.317
: poet. [tense] fut. inf.ἱξέμεν Pi.Pae.6.116
; [dialect] Dor. [tense] fut. ἱξῶ Megar. in Ar.Ach.742: [dialect] Ep. [tense] aor. ἷξον (v. infr.); also [tense] aor. 1ἷξα Q.S.12.461
(v.l.): for ἵξομαι, ἷγμαι, v. ἱκνέομαι:—come, of persons,ἐς δόμον ἵκει Od.18.353
;ἷξεν δ' ἐς Πριάμοιο Il.24.160
, cf. 122;εἰ δέ κεν οἴκαδ' ἵκωμι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 9.414
;ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος 2.667
;ἐπὶ Θρῃκῶν . . τέλος ἷξον ἰόντες 10.470
;ἷξε δ' ἐπ' ἐσχατιήν 20.328
;ποταμοῖο κατὰ στόμα . . ἷξε νέων Od.5.442
: in Hom. freq. c. acc., come to,δόμον Il.18.406
, etc.;Μαλειάων ὄρος Od.3.288
;εἰ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν Pi.N.5.50
, cf. O.5.9; αἴ κ' αὐτὸς ἵκη, ἀνελέσθω prob. in IG5(2).159.2 (Class.Phil.20.134).2 of things, Φρυγίην . . κτήματα περνάμεν' ἵκει come or are brought to . . , Il.18.292; alsoὁπότε χρόνος ἷξε δικασπόλος Maiist.52
.3 attain to, reach,κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.1.317
, cf. 2.153, 14.60;αἴγλη δι' αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε 2.458
;ὀρυμαγδὸς . . οὐρανὸν ἷκε δι' αἰθέρος 17.425
;κλέος οὐρανὸν ἵκει Od.9.20
;ὕβρις τε βίη τε . . οὐρανὸν ἵκει 15.329
;Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει 13.248
;ἵκῃ τ' ἐς ἄκρον ἀνδρείας Simon.58.6
.4 of sufferings, feelings, etc., ὅτε κέν τινα . . χόλος ἵκοι come upon him, Il. 9.525;τοι πινυτὴ φρένας ἵκει Od.20.228
;χρειὼ ἵκει τινά 2.28
, 5.189: abs.,χρειὼ τόσον ἵκει Il.10.142
. [In ἵκω, ῑ always; in ἱκάνω, and the unaugmented moods of ἱκόμην, ῐ always.—ἵκοντ' is prob. for ἵκοντο [ῐ] in Pi.P.2.36.] (Prob. cogn. with ἥκω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.